- περίλειμμα
- περίλειμμαremainderneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περίλειμμα — τό, Α [περιλείπομαι] κατάλοιπο, απομεινάρι … Dictionary of Greek
περιλειμμάτων — περίλειμμα remainder neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιλείμμασι — περίλειμμα remainder neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιλείμμασιν — περίλειμμα remainder neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιλείμματα — περίλειμμα remainder neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιλείμματι — περίλειμμα remainder neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιλείμματος — περίλειμμα remainder neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιλείμματ' — περιλείμματα , περίλειμμα remainder neut nom/voc/acc pl περιλείμματι , περίλειμμα remainder neut dat sg περιλείμματε , περίλειμμα remainder neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)